προσβλέψῃ

προσβλέψῃ
προσβλέψηι , πρόσβλεψις
looking at
fem dat sg (epic)
προσβλέπω
look at
aor subj mid 2nd sg
προσβλέπω
look at
aor subj act 3rd sg
προσβλέπω
look at
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πρόσβλεψη — η / πρόσβλεψις, έψεως, ΝΑ, δωρ. τ. ποτίβλεψις [προσβλέπω] η προσήλωση τού βλέμματος σε ένα σημείο αρχ. (στον δωρ. τ.) άποψη, εξωτερική όψη …   Dictionary of Greek

  • ανακοίταγμα — το και κοίταμα [ανακοιτάζομαι] το να κοιτάζει ο ένας τον άλλον, αμοιβαίο κοίταγμα, αμοιβαία πρόσβλεψη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”